ἀλητύς

ἀλητύς
ἀλητύ̱ς , ἀλητύς
fem acc pl
ἀλητύς
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλητύς — ἀλητὺς ( ύος), η (Α) [ἀλῶ] ιωνικός τύπος αντί τού ἄλη, περιπλάνηση …   Dictionary of Greek

  • ἀλητύος — ἀλητύς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλώμαι — ἀλῶμαι ( άομαι) (Α) 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι 2. περιπλανιέμαι μακριά από την πατρίδα, είμαι εκτοπισμένος, ζω στην εξορία 3. βρίσκομαι σε απορία, σε αδιέξοδο, είμαι αμήχανος, σαστισμένος 4. περιφέρομαι μακριά από κάποιον ή κάτι, μού λείπει… …   Dictionary of Greek

  • ἀλητύι — ἀλητύϊ , ἀλητύς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”